- τσαπίζω
- μετ. мотыжить, работать мотыгой, тяпкой;рыхлить (почву)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαπίζω — Ν [τσάπα] σκάβω με την τσάπα, σκαλίζω … Dictionary of Greek
τσαπίζω — τσάπισα, τσαπίστηκα, τσαπισμένος, σκάβω με την τσάπα ή το τσαπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάπισμα — το, Ν [τσαπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαπίζω, σκάλισμα … Dictionary of Greek